τρόφιμ'

τρόφιμ'
τρόφιμα , τρόφιμος
nourishing
neut nom/voc/acc pl
τρόφιμα , τρόφιμος
nourishing
neut nom/voc/acc pl
τρόφιμε , τρόφιμος
nourishing
masc voc sg
τρόφιμε , τρόφιμος
nourishing
masc/fem voc sg
τρόφιμαι , τρόφιμος
nourishing
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Λισένκο, Τροφίμ Ντενίσοβιτς — (Trofim Denisovich Lysenco, 1898 – 1976). Σοβιετικός βιολόγος και γεωπόνος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Αποφοίτησε από το Ινστιτούτο Γεωπονίας του Κιέβου το 1925. Εργάστηκε στο Κέντρο Επιλογής Σπόρων της Μπελοτσερκόφκα, από το 1922 έως το… …   Dictionary of Greek

  • Προβηγκία — (Provence). Ιστορική περιοχή της νοτιοανατολικής Γαλλίας και αρχαία επαρχία του βασιλείου πριν από τη Γαλλική επανάσταση. Σήμερα διαιρείται στους νομούς Μπους ντι Ρον, Βαρ, Άλπεων της Άνω Π., Παραθαλάσσιων Άλπεων και περιλαμβάνει μεγάλο τμήμα του …   Dictionary of Greek

  • εαρινοποίηση — Το φαινόμενο της ταχύτερης ωρίμανσης των χειμερινών σιτηρών, ύστερα από επίδραση χαμηλής θερμοκρασίας σε ελαφρώς διογκωμένους σπόρους τους πριν από τη σπορά. Κανονικά, αν οι σπόροι των χειμερινών σιτηρών διατηρηθούν σε υψηλή θερμοκρασία,… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”